- σκήνημα
- σκήν-ημα, [dialect] Dor. [full] σκάναμα IG42(1).109 i 128, al. (Epid., iii B.C., pl.), ατος, τό,A = σκηνή, X. HG5.3.19; camp, Anon. ap. Suid.: pl., nest, A.Ch.251.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκήνημα — (I) ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, άματος, Α 1. σκηνή 2. κατασκήνωση 3. στρατόπεδο 4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, άω]. (II)… … Dictionary of Greek
σκηνημάτων — σκήνημα camp neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνήμασιν — σκήνημα camp neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνήματα — σκήνημα camp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)